- εξομαλυντικός
- -ή, -ό1. που εξομαλύνει, εξομαλιστικός, ισοπεδωτικός2. μτφ., ρυθμιστικός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εξομαλυντικός — ή, ό [εξομάλυνση] αυτός που αναφέρεται ή συντελεί στην εξομάλυνση … Dictionary of Greek
εξομαλιστικός — ή, ό [εξομάλιση] εξομαλυντικός … Dictionary of Greek
εξομαλιστικός — ή, ό εξομαλυντικός (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κανονιστικός — ή, ό αυτός που γίνεται για να κανονίσει κάτι, ρυθμιστικός, εξομαλυντικός: Περιμένουμε την έκδοση κανονιστικού διατάγματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)